Ξεφύλλιζα προχτές κάποιες παλιές φωτογραφίες και το μάτι μου έπεσε γρήγορα σε αυτήν εδώ που βλέπετε κι εσείς. Με την Αλίκη Βουγιουκλάκη να είμαι αγκαλιά (με πολλά μαλλιά εγώ και με τεράστια γυαλιά μυωπίας που ήταν τότε στη μόδα) στη γέφυρα ενός πολεμικού μας πλοίου…
Πόσες θύμησες δεν μού ήρθαν στο νου!
Κοίταξα την πίσω μεριά της φωτογραφίας. 12 Σεπτεμβρίου 1988 έγραφε. Πριν ακριβώς 35 ολόκληρα χρόνια…
Δούλευα τότε στο κραταιό ΕΘΝΟΣ με τα 200.000 φύλλα ημερησίως μόνο σε Αθήνα-Πειραιά. Και στις ΕΙΚΟΝΕΣ, το περιοδικό του συγκροτήματος Μπόμπολα…
Λίγες μέρες πριν, χάζευα στο σπίτι την ταινία “Η Αλίκη στο ναυτικό”. Κι άξαφνα μού ήρθε μια ιδέα. Γιατί να μην κάνω ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ για τις ΕΙΚΟΝΕΣ, με τίτλο “Η Αλίκη επιστρέφει στο Ναυτικό”, στηριγμένο στις αναμνήσεις της από εκείνη την παλιά ταινία.;
Είπα την ιδέα μου, την άλλη μέρα, στον αείμνηστο Αλέκο Φιλιππόπουλο. Ήταν ο εκδότης και διευθυντής του συγκροτήματος, ένα από τα “θηρία” τότε της δημοσιογραφίας και δάσκαλός μου στη δουλειά.
Του άρεσε πολύ. “Τρέχα και βρες την Αλίκη. Θα δεχθεί όμως;” με ρώτησε.
“Θα δεχθεί”, του απάντησα με το θράσος και την ορμή των νιάτων μου.
Η αλήθεια όμως είναι πως εγώ δεν την ήξερα. Πώς θα την πλησίαζα;
Έλα όμως που ήξερα τον Μαρίνο Κουσουμίδη, τον κολλητό της φωτογράφο! Που αν τον έπειθα να είναι εκείνος ο φωτογράφος, θα έπειθε και την Αλίκη… Δεν άργησα πολύ για να τον πείσω. Του άρεσε κι αυτουνού η ιδέα και μια και δυο μού έκλεισε το ραντεβού με την Αλίκη. Πήρα και άδεια από το Πολεμικό Ναυτικό που άλλο που δεν ήθελαν κι αυτοί να τους κάνει διαφήμιση η Βουγιουκλάκη! Πήγα στο σπίτι της, στη Στησιχόρου. Στις 3 το μεσημέρι ακριβώς, όπως είχαμε συνεννοηθεί. Με έβαλε η Νότα, η οικονόμος της, ο άνθρωπος που ήταν τα πάντα στη ζωή της Αλίκης, να κάτσω στο σαλόνι και να την περιμένω. Όσο την περίμενα, χάζευα το σαλόνι και την τραπεζαρία του σπιτιού. Πανάκριβα όλα αλλά δεν θα έλεγα και ιδιαίτερου γούστου. Ή έτσι μου φάνηκαν…
Κάποια στιγμή, κι αφού είχε περάσει μισή ώρα αναμονής, την είδα να ξεπροβάλει από τον διάδρομο του σπιτιού της. Χαμογελαστή και άνετη. “Πάμε νεαρέ μου;” μού λέει με ένα ελαφρά μπλαζέ στυλ. “Πάμε”, της λέω κι εγώ κατανοώντας πως έχω να κάνω με την απόλυτη Ελληνίδα σταρ όλων των εποχών…
Μπήκε στο μικρό Fiesta μου και με νωχελική αυταρέσκεια, άπλωσε στο παρμπρίζ τα γυμνά της πόδια χαιρετώντας τον κόσμο από τα διπλανά αυτοκίνητα που την πήραν είδηση και κορνάριζαν όλο ενθουσιασμό…
Μιλήσαμε πολύ όσο κατηφορίζαμε προς τον Ναύσταθμο. Το τι είπαμε δεν έχει και τόση σημασία. Κι ούτε που θυμάμαι λεπτομέρειες. Το μόνο που θυμάμαι ήταν που μου παραπονιότανε για τα πολλά έξοδα που έκανε κάθε μέρα. Πάρα πολλά έξοδα για να είναι όλα τέλεια στη δουλειά της.
“Είμαι τελειομανής”, μου είπε κάποια στιγμή. “Βγάζω πολλά αλλά ξοδεύω και πολλά. Για αυτό και μη νομίζεις ότι είμαι πλούσια! Δεν μου μένει τίποτα”, ψιθύρισε με ένα μάλλον ψεύτικο παράπονο. Γύρισα και την κοίταξα δύσπιστα…
“Δεν με πιστεύεις, ε;”
“Απίστευτο μου φαίνεται”, απάντησα.
Δεν είπε κουβέντα. Συνέχισα να οδηγώ. Όσο περνούσε η ώρα, όσο συνεχίζαμε να μιλάμε, ένιωθα σαν να με κύκλωνε ο αέρας μιας ανεξήγητης μαγείας που έβγαζε και που τον σκόρπιζε μέσα στ’ αμάξι, παρασύροντάς με κι εμένα. Κι ας μην ήμουνα ποτέ φανατικός θαυμαστής της.
Στο καράβι όπου έγινε η φωτογράφιση, επικράτησε πανζουρλισμός από το πλήρωμα. Δεν πίστευα στα μάτια μου να βλέπω τον κυβερνήτη, τους αξιωματικούς και τους ναύτες να κάνουν σαν μικρά παιδιά απ’ τη χαρά τους που έβλεπαν την Αλίκη τόσο κοντά, μα τόσο δίπλα τους. Να της ζητούν αυτόγραφο, να θέλουν να βγουν φωτογραφίες, να πάρουν ένα χαμόγελό της, μια της κουβέντα. Κι εκείνη να μην αρνείται τα κομπλιμέντα και τα παρακάλια, με το γνωστό Αλικίσιο νάζι και τις πόζες της που τους τρέλαιναν όλους…
“Θεέ μου, δεν το πιστεύω αυτό που ζω, δεν το πιστεύω” έλεγα και ξανάλεγα μέσα μου. Και πώς να το πιστέψω! Σαν παραμύθι ξετυλίγονταν μπροστά μου όλες αυτές οι εικόνες. Σαν όνειρο. “Εγώ τα κανόνισα όλα αυτά; Με την Αλίκη;”
Φύγαμε σαν βράδιασε για τα καλά. Στον πηγαιμό για το Κολωνάκι μιλήσαμε για την ταινία της του 62, για τα παρασκήνια, τα ευτράπελα και τα δύσκολα των γυρισμάτων. Ήθελα τόσα να τη ρωτήσω αλλά δεν έφτανε ο χρόνος.
“Θα με αφήσεις στη Λουκία, σε παρακαλώ, δεν θα πάω σπίτι”, μου είπε καθώς πλησιάζαμε. Ήθελε να πάρει ένα φόρεμα που μόλις της το είχε ετοιμάσει η φημισμένη μοδίστρα της εποχής. Με χαιρέτησε χαρίζοντάς μου ένα φιλί στο μάγουλο και πετάχτηκε σαν κοριτσάκι από το Fiesta…
Δεν την ξαναείδα ποτέ. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ εκείνο τον αέρα της μαγείας μέσα στο αμάξι.
12 Σεπτεμβρίου 1988. Πριν 35 χρόνια. Πώς πέρασαν αλήθεια…