Μπορεί οι δημοσιονομικοί κανόνες να αυστηροποιούνται από το 2024 για τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά από μία τριετία χαλάρωσης, λόγω της υγειονομικής κρίσης του κορωνοϊού αλλά και της εκτεταμένης ακρίβειας που πυροδοτήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά η πρόσφατη απόφαση σταθμός του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης επί της ουσίας ανοίγει το δρόμο για μεγαλύτερη ευελιξία της ελληνικής κυβέρνησης στην άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής.
Αυτό θα οδηγήσει σε μεγαλύτερα περιθώρια χρόνου για τη μείωση του χρέους και των ελλειμάτων και μεσοπρόθεσμα σε απελευθέρωση πόρων για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής.
Πλέον, θα μπορεί το υπουργείο Οικονομικών να προχωρήσει σε μόνιμες μειώσεις φόρων και να υπάρξουν περισσότερες παροχές αποκλειστικά και μόνο σε ευπαθείς και ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, χωρίς τον κίνδυνο η χώρα να βρεθεί σε ανάγκη περαιτέρω διόρθωσης των δημοσιονομικών της δεδομένων, δηλαδή να επιβληθούν σκληρά μέτρα στα πρότυπα των μνημονίων.
Η συμφωνία
Η συμφωνία περιλαμβάνει διασφαλίσεις με όρια αναφοράς για όλες τις χώρες ώστε να διασφαλιστεί μια αποτελεσματική μέση ετήσια μείωση κατά μία ποσοστιαία μονάδα του δείκτη χρέους για χώρες με χρέος άνω του 90% και 0,5% για εκείνες μεταξύ 60% και 90% καθώς και δημοσιονομικό περιθώριο διαρθρωτικού ελλείμματος 1,5% του ΑΕΠ κάτω από 3% στο «προληπτικό σκέλος». Η ταχύτητα προσαρμογής του πρωτογενούς διαρθρωτικού ελλείμματος για αυτές τις χώρες ορίζεται στο 0,4% του ΑΕΠ ετησίως, το οποίο μπορεί να μειωθεί στο 0,25% σε περίπτωση παράτασης από 4 σε 7 χρόνια. Οι κανόνες προβλέπουν ένα μεταβατικό καθεστώς έως το 2027 που αμβλύνει τον αντίκτυπο της αύξησης του επιτοκιακού φόρτου, προστατεύοντας την επενδυτική ικανότητα.
Η εφαρμογή
Μετά την επίτευξη της συμφωνίας, οι τριμερείς συζητήσεις με τη συμμετοχή του Συμβουλίου της ΕΕ, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναμένεται να ξεκινήσουν σύντομα. Η αναθεωρημένη συμφωνία θα εγκριθεί επίσημα από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, στη συνέχεια θα δημοσιευτεί στην επίσημη εφημερίδα της Ε.Ε. και τεθεί σε ισχύ το 2024 και να εφαρμοσθεί από τον προϋπολογισμό του 2025.
Οι αμυντικές δαπάνες
Σε όλους αυτούς τους υπολογισμούς, για πρώτη φορά στην οικονομική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δαπάνες που αφορούν επενδύσεις στην αμυντική θωράκισης της χώρας και ανέρχονται σε αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως δεν θα συνυπολογίζονται στις αξιολογήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή των σχετικών δεδομένων για τον καθορισμό του ποσοστού προσαρμογής του ελλείμματος.
Χαρακτηριστικά, για το 2024, ο Κρατικός Προϋπολογισμός σημείωσε ακόμια μία αύξηση των πιστώσεων για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων αλλά και συνολικά για τις αμυντικές δαπάνες με τον προβλεπόμενο προϋπολογισμό του υπουργείου Εθνικής Άμυνας να ανέρχεται σε 6,1 δισ. ευρώ. Από αυτό το ποσό τα 2,6 δισ. ευρώ αφορά εξοπλιστικά προγράμματα.
Η καταβολή των τόκων και το έλλειμμα
Επίσης, πολύ σημαντικό είναι για τη χώρα μας ότι αναγνωρίζεται η ιδιαιτερότητα που προκύπτει από την περίοδο των μνημονίων για την καταβολή των τόκων από το 2033 και μετά και πλέον οι εν λόγω τόκοι δεν θα συνυπολογιστούν στο έλλειμα που πιθανόν να προκύπτει εκείνα τα χρόνια.
Παράλληλα, για πρώτη φορά δίνεται η δυνατότητα στα κράτη μέλη να προτείνουν το οικονομικό τους σχέδιο για τη δημοσιονομική προσαρμογή. Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά θα προτείνει τις δικές της μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που απαιτούνται για την άσκηση οικονομικής πολιτικής με ορίζοντα τετραετίας η οποία μπορεί να επεκταθεί εφόσον κριθεί αναγκαίο στα επτά έτη.
Εθνικός χαρακτήρας στη δημοσιονομική πολιτική
Με τον εθνικό χαρακτήρα των προγραμμάτων δημοσιονομικής πολιτικής θα διασφαλίζεται ο αναπτυξιακός χαρακτήρας των μέτρων που θα ληφθούν και ταυτόχρονα η δημιουργία πλεονασμάτων για την περίπτωση που η ελληνική οικονομία μπορεί να «χτυπηθεί» από ύφεση μελλοντικά είτε λόγω γεωπολιτικών εξελίξεων είτε λόγω φυσικών καταστροφών.
Οι παραπάνω ευνοϊκές αποφάσεις για τη χώρα μας είναι αποτέλεσμα σκληρών διαπραγματεύσεων στο Συμβούλιο της Ε.Ε. που διήρκησαν σχεδόν ένα έτος με την Ελλάδα να συντάσσεται με τα κράτη μέλη που στήριζαν μεγαλύτερη ευελιξία και βαθμούς ελευθερίας για τα κράτη μέση στην οικονομική πολιτική. Το δύσκολο έργο των διαπραγματεύσεων είχε αναλάβει ο υπουργός Οικονομικών, σε συνεργασία με τις διπλωματικές υπηρεσίες της Ελλάδας στις Βρυξέλλες (μόνιμη ελληνική αντιπροσωπεία) και με τα υπουργεία των κρατών μελών που εξέφραζαν παρόμοιες απόψεις στο Συμβούλιο.
πηγή: Ot.gr