Οι άνθρωποι που ανήκουν στους “μη προνομιούχους” και στα χαμηλότερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου στρώματα, είναι πιο πρόθυμοι να μοιραστούν τα όσα διαθέτουν, από αυτούς που ανήκους στους ευκατάστατους και διαθέτουν πολλά μηδενικά στο τραπεζικό λογαριασμό τους.
Αυτό δείχνει μια νέα επιστημονική μελέτη, που βασίστηκε σε μια σειρά από οικονομικά παίγνια, στα οποία οι συμμετέχοντες χωρίσθηκαν σε δύο ομάδες, μία πλούσιοι και χωρίς κανένα οικονομικό άγχος και αυτοί που δεν έχουν καθόλου περιθώριο για να δανείσουν. Κλήθηκαν να παίξουν με πραγματικά χρήματα. Με βάση μια σειρά από διαφορετικά «σενάρια», κάθε παίκτης αποφάσιζε πόσα χρήματα θα κρατήσει για τον εαυτό του και πόσα θα προσφέρει σε ένα κοινό ταμείο, τα χρήματα του οποίου μετά θα μοιράζονταν σε όλους ισότιμα.
Όσοι ανήκαν την «ανώτερη» κοινωνικοοικονομική ομάδα ξεκινούσαν με περισσότερα χρήματα,όπως συμβαίνει και στη πραγματική οικονομία, ενώ όσοι βρίσκονταν στην «κατώτερη» ομάδα, είχαν λιγότερα χρήματα εξαρχής. Η κατανομή των συμμετεχόντων στις δύο ομάδες δεν ήταν σταθερή αλλά άλλαζε συνεχώς, είτε στην τύχη, δηλαδή με κλήρωση, είτε ανάλογα με την προσπάθεια που κατέβαλε κανείς στο παιγνίδι, οπότε «δικαιωματικά» ανήκε στην προνομιούχα ομάδα.
Από το κοινωνικό πείραμα βγήκαν δύο συμπεράσματα: Πρώτον, ότι όσοι ανήκαν στην χαμηλή κοινωνικοοικονομική τάξη (που δεν ήσαν πάντα οι ίδιοι), συνεισέφεραν περισσότερο στο κοινό ταμείο, από ό,τι όσοι ανήκαν στην ανώτερη τάξη. Δεύτερον, ότι οι προνομιούχοι ήσαν ακόμη πιο απρόθυμοι να βάλουν χρήματα στο κοινό ταμείο, όταν είχαν κερδίσει τον πλούτο τους με προσωπική προσπάθεια και όχι από τύχη.
Οι ερευνητές επικεφαλής των οποίων ήταν η δόκτωρ Μάγδα Όσμαν του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό κοινωνικής ψυχολογίας Basic and Applied Social Psychology, τόνισαν ότι η μελέτη δείχνει εργαστηριακά πως όταν ένας άνθρωπος αποκτά περισσότερο πλούτο, είναι πιο απρόθυμος να τον μοιρασθεί, πολύ περισσότερο αν τον έχει αποκτήσει με προσπάθεια.
Όπως είπε η Όσμαν, «για τα άτομα υψηλού στάτους, ο τρόπος απόκτησης του πλούτου μέσω τύχης ή προσπάθειας φαίνεται να είναι ο παράγων-κλειδί που καθορίζει το επίπεδο συνεργασίας με άλλους. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με τα άτομα χαμηλού στάτους, για τα οποία ο τρόπος που βρέθηκαν σε αυτό το επίπεδο, δεν επιφέρει κάποια διαφορά στη συμπεριφορά τους».
«Αν έχεις κερδίσει το ανώτερο επίπεδό σου μέσω προσπάθειας μάλλον παρά μέσω τύχης, είναι ακόμη πιο πιθανό να θέλεις να διατηρήσεις αυτά που έχεις. Όταν έχεις λίγα, μια προφανής στρατηγική για να τα αυξήσεις, είναι μέσω συνεργασίας. Ένα συμπέρασμα από αυτό, είναι ότι ακόμη κι αν κάποιος εμφανίζεται πρόθυμος για συνεργασία, δεν υπάρχει λόγος να πιστέψουμε ότι το κάνει μόνο για αλτρουιστικούς λόγους».
Η μελέτη, επίσης, δείχνει ότι οι μη προνομιούχοι δεν μπορούν να αρκεσθούν στην καλή θέληση, στην κατανόηση και στην ενσυναίσθηση των προνομιούχων για να βελτιώσουν τη θέση τους. Τα πειράματα έδειξαν ότι αυτός ο τρόπος δεν «πιάνει».
«Το άλλο απρόσμενο εύρημα είναι ότι η ενσυναίσθηση δεν έχει σχεδόν καμία επίπτωση στην προώθηση της συμπεριφοράς υπέρ του κοινωνικού συνόλου, με άλλα λόγια δεν είναι ικανή να παρακινήσει τους έχοντες να συνεισφέρουν αρκετά χρήματα στο κοινό ταμείο.
Το συμπέρασμα που βγαίνει από τηη μελέτη, είναι ότι όταν πρόκειται για χρήματα, η ενσυναίσθηση ουσιαστικά δεν παίζει κανένα ρόλο στη βελτίωση της κοινωνικής συμπεριφοράς».