Η τροπολογία για τα ασφάλιστρα υγείας, που ψηφίστηκε την περασμένη εβδομάδα στο νόμο για τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση ως δίχτυ προστασίας των ασφαλισμένων, που θα βάλει φρένο στις υπέρογκες αυξήσεις.
Ωστόσο οι καταναλωτικές ενώσεις κάνουν λόγο αόριστα και ασαφή ημίμετρα, που διαιωνίζουν το πρόβλημα αντί να το επιλύουν. Συγκεκριμένα η Ένωση Καταναλωτών η Ποιότητα της Ζωής – ΕΚΠΟΙΖΩ χαρακτηρίζει την τροπολογία «απαράδεκτη και μία από τα ίδια».
Μία από τις βασικές ενστάσεις είναι ότι το κρίσιμο ζήτημα της αναπροσαρμογής του ασφαλίστρου παραπέμπεται κυριολεκτικά στις ελληνικές καλένδες, αφού μένει να κριθεί με μελλοντική υπουργική απόφαση.
Η ΕΚΠΟΙΖΩ διαμαρτύρεται ότι η τροπολογία διατηρεί την αβεβαιότητα και την αδιαφάνεια στα ασφαλιστήρια συμβόλαια και επιδεικνύει ανοχή στις εξοντωτικές αυξήσεις. Κατατέθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί διαβούλευση και ακρόαση των κοινωνικών φορέων που εμπλέκονται άμεσα – ιδίως τις ενώσεις καταναλωτών, και διαχειρίζεται το θέμα με βιαστικό και προσχηματικό τρόπο.
Απροστάτευτοι το 70% των ασφαλισμένων
Επιπλέον, η τροπολογία αφήνει στο απυρόβλητο την πλειονότητα των ασφαλιστήριων συμβολαίων υγείας, που αποτελούν και το 70% του συνόλου. Σε αντίθεση με τα ισόβια – μακροχρόνια συμβόλαια, στα οποία μπαίνουν κάποιοι κανόνες – έστω κι αν οι καταναλωτές τους θεωρούν ανεπαρκείς – στα ετήσια οι ασφαλιστικές έχουν το ελεύθερο να αναπροσαρμόζουν κατά το δοκούν τα ασφάλιστρα και τις παροχές.
Αόριστος Δείκτης
Στα θετικά αναγνωρίζεται ότι καταργείται η εξάρτηση της αναπροσαρμογής των ασφαλίστρων από το Δείκτη Υγείας του ΙΟΒΕ, τον οποίο χαρακτηρίζει απαράδεκτο και άδικο. Ωστόσο θεωρεί ότι ο δείκτης που τον αντικαθιστά είναι αόριστος, αφού κανείς δεν γνωρίζει πώς θα διαμορφώνεται και αν θα διασφαλίζει τη διαφάνεια στην αναπροσαρμογή των ασφαλίστρων.
Πράγματι, η τροπολογία του υπουργείου Ανάπτυξης θεσπίζει τον Ενιαίο Δείκτη Αναπροσαρμογής (ΕΔΑ), ο οποίος θα δημοσιεύεται τον Δεκέμβριο κάθε έτους από την ΕΛΣΤΑΤ, και θα ισχύσει από το 2026 και μετά. Δεν διασαφηνίζει ωστόσο ποια θα είναι η «φόρμουλα» με την οποία θα καταρτίζεται ο ΕΔΑ. Το μόνο που λέει είναι ότι σχετικοί «κρίσιμοι δείκτες, παράγοντες και βάσεις δεδομένων» θα εξειδικεύονται με κοινή απόφαση των υπουργών Ανάπτυξης, Οικονομίας Υγείας και του Προέδρου της ΕΛ.ΣΤΑΤ, μετά από γνώμη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Στη συνέχεια η ΕΛΣΤΑΤ θα λαμβάνει τα στοιχεία αυτά υπόψη, για την κατάρτιση και τον υπολογισμό του ΕΔΑ.
Πρόκειται για μια διατύπωση αρκούντως γενική, που αφήνει «παραθυράκια» για αδιαφανείς ελιγμούς, αφού στην ουσία οι κατευθύνσεις για την κατάρτιση του δείκτη υπαγορεύονται από τα εκάστοτε κυβερνητικά στελέχη.
Κόβουν και ράβουν οι υπουργοί
Σύμφωνα με την κριτική της καταναλωτικής οργάνωσης, το χειρότερο είναι ότι «η αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου όλων των μακροχρόνιων συμβάσεων θα εξαρτάται από την απόφαση τριών υπουργών, οι οποίοι θα αποφασίζουν κατά το δοκούν και χωρίς καμία δέσμευση για την τύχη των ισόβιων ασφαλιστηρίων συμβολαίων»
Δηλώνεται ότι για άλλη μια φορά ακολουθείται η τακτική της επέμβασης στις υφιστάμενες συμβάσεις, η οποία τώρα θα ισχύει και για καταναλωτές που έχουν δικαιωθεί από τα ελληνικά δικαστήρια. «Πρόκειται για την ίδια τακτική που είχε επισημανθεί ως αντισυνταγματική από την Επιστημονική Υπηρεσία της Βουλής για το υπό κατάργηση καθεστώς», καταλήγει η ΕΚΠΟΙΖΩ.
Τι μπορεί να γίνει τώρα
Η ΕΚΠΟΙΖΩ έχει δεχτεί πάνω από 700 καταγγελίες τους τελευταίους οκτώ μήνες, για τις αναπροσαρμογές των ασφαλίστρων, όχι μόνο στα ισόβια ασφαλιστήρια συμβόλαια, αλλά και στα ετησίως ανανεούμενα, μας λέει η νομικός και πρόεδρος της ΕΚΠΟΙΖΩ Παναγιώτα Καλαποθαράκου.
«Δυστυχώς στα ετήσια συμβόλαια, που είναι η πλειονότητα, αφενός καταγράφονται επίσης πολύ μεγάλες αναπροσαρμογές, αφετέρου περιορίζονται η παροχές», δηλώνει στο in. Όπως εξηγεί αν ένας ασφαλισμένος διαγνωστεί με μια ασθένεια τον ένα χρόνο, τον επόμενο χρόνο η ασθένεια αυτή εξαιρείται. «Τα μακροχρόνια συμβόλαια δεν συνέφεραν τις ασφαλιστικές, γιατί έπρεπε να εμφανίζουν κεφαλαιακή επάρκεια για όσο χρόνο τα διατηρούν. Επομένως έσπρωξαν τους ασφαλισμένους στα ετήσια συμβόλαια, για να μπορούν να αλλάζουν κατά το δοκούν τα ασφάλιστρα και τις παροχές».
Οι καταναλωτές ζητάνε ο Ετήσιος Δείκτης Αναπροσαρμογής να συμπεριλάβει και τα ετησίως ανανεούμενα συμβόλαια. Κάτι τέτοιο, μας λέει η κ. Καλαποθαράκου, μπορεί να θεσπιστεί με δευτερογενή νομοθεσία, π.χ. με κάποια κανονιστική διάταξη, εγκύκλιο, υπουργική απόφαση ή προεδρικό διάταγμα.
Ένα άλλο αίτημα προς την κυβέρνηση είναι να λάβει μέριμνα ανακούφισης των καταναλωτών από τις εξοντωτικές αυξήσεις που έχουν υποστεί στα υφιστάμενα συμβόλαια. Σύμφωνα με τις καταγγελίες που έχει δεχθεί η ΕΚΠΟΙΖΩ πρόκειται για αυξήσεις της τάξης του 12% με 18%, οι οποίες επιβλήθηκαν από την ισχύ του προηγούμενου καθεστώτος, που εισήγαγε η κυβέρνηση το 2020.
Πυρά και από τις ασφαλιστικές εταιρείες
Ούτε οι ασφαλιστικές είναι ικανοποιημένες από την τροπολογία του υπουργείου Ανάπτυξης και ζητάνε μεταξύ άλλων να υπάρχει εξορθολογισμός του κόστους των νοσηλίων των ιδιωτικών κλινικών, ώστε να ρυθμίζονται όλοι οι παράγοντες που καθορίζουν του κόστος της αφάλισης. Θεωρούν ότι τα νέα μέτρα εστιάζουν ανισοβαρώς στην ασφαλιστική αγορά, η οποία, όπως επισημαίνουν «δεν δημιουργεί το κόστος, αλλά το πληρώνει».
Η μπάλα στην εξέδρα
Οι ασφαλιστικές πετάνε το μπαλάκι στις ιδιωτικές κλινικές για τις υπέρογκες αυξήσεις, όμως οι καταναλωτές δεν θεωρούν ότι η δικαιολογία αυτή επαρκεί. Όσο για τη συζήτηση περί καρτέλ στο χώρο της ιδιωτικής υγείας και ασφάλισης – π.χ. μέσω ολιγοπωλιακής συγκέντρωσης στα χέρια ισχυρών funds που ελέγχουν επιχειρήσεις και των δύο κλάδων – η κ. Καλαποθαράκου λέει ότι σε αυτή την περίπτωση οφείλει να επιληφθεί η Επιτροπή Ανταγωνισμού. «Αυτό δεν απαλλάσσει τις ασφαλιστικές από τις ευθύνες τους. Αν ένα fund έχει υπερσυγκέντρωση νοσοκομείων με αποτέλεσμα να ανεβάζει υπέρμετρα τις τιμές αυτό πλήττει τις ασφαλιστικές εταιρείες. Τι έχουν κάνει οι εταιρείες γι’αυτό; Πρέπει να υπάρχει ενιαία τιμή για τα φυσικά πρόσωπα και για τις ασφαλιστικές εταιρείες. Υπάρχει νόμος γι’ αυτό από το 2019», καταλήγει.
Γύρω γύρω όλοι, στη μέση οι καταναλωτές
Σε αυτό το γαϊτανάκι μετάθεσης ευθυνών πάντως, με δεδομένη την υποβάθμιση της δημόσιας υγείας και ασφάλισης, εκείνοι που πλήττονται πρωτίστως είναι οι ίδιοι οι χρήστες υπηρεσιών υγείας. Ως γνωστόν έχουμε από τις υψηλότερες άμεσες ιδιωτικές πληρωμές υγείας σε όλη την ΕΕ – πάνω από το 30% επί του συνόλου των δαπανών, όταν ο μέσος όρος είναι κάτω του 15%. Δηλαδή τα χρήματα που πληρώνουμε από την τσέπη μας για ιατρικές ανάγκες είναι αναλογικά διπλάσια από αυτά που θα χρειαζόταν να πληρώσει ο μέσος πολίτης της ΕΕ, σε σχέση με το συνολικό κόστος των δαπανών υγείας. Επίσης έχουμε τις χαμηλότερες δημόσιες δαπάνες υγείας, ως ποσοστό χρηματοδότησης του συστήματος υγείας. Μόλις το 10% των δαπανών υγείας καλύπτονται από το κράτος, όταν ο μέσος όρος στην ΕΕ είναι το 77%